τορνευτήριο

τορνευτήριο
το / τορνευτήριον, ΝΑ
νεοελλ.
εργαστήριο επεξεργασίας μετάλλου ή ξύλου με τόρνο
αρχ.
το εργαλείο, η σμίλη τού τορνευτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τορνεύω + επίθημα -τήριο(ν), πρβλ. γυμνασ-τήριο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τορνευτήριο — το εργαστήριο τορναδόρου (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”